- τριφασικός
- -ή, -ό1. που αποτελείται από συνδυασμό τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ηλεκτρικών ρευμάτων.2. που λειτουργεί με τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμα: Τριφασικός ηλεκτροκινητήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.