τριφασικός

τριφασικός
-ή, -ό
1. που αποτελείται από συνδυασμό τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ηλεκτρικών ρευμάτων.
2. που λειτουργεί με τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμα: Τριφασικός ηλεκτροκινητήρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριφασικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τριφασικό ρεύμα» (ηλεκτρ.) σύστημα τριών μονοφασικών εναλλασσόμενων ρευμάτων τα οποία παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορά φάσης 120 β) «τριφασική γεννήτρια» (ηλεκτρ.) ηλεκτρική γεννήτρια η οποία παράγει εναλλασσόμενο τριφασικό ρεύμα… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”